- ἀληθευτής
- ἀληθ-ευτής, οῦ, ὁ,A truth-speaking person,
ἀ. λόγων Max.Tyr.21.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. λόγων Max.Tyr.21.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αληθευτής — ἀληθευτής, ο (Α) 1. αυτός που λέει την αλήθεια, ο φιλαλήθης 2. αυτός που επαληθεύει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθεύω. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀληθευτικός] … Dictionary of Greek
ἀληθευτής — truth speaking person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθευτήν — ἀληθευτής truth speaking person masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθευτικός — ἀληθευτικός, ή, ὸν (AM) [ἀληθευτής] 1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν η φιλαλήθεια … Dictionary of Greek
αληθεύω — (Α ἀληθεύω) (για πράγματα, καταστάσεις ή γεγονότα) είμαι ή αποδεικνύομαι αληθινός, επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι νεοελλ. (απροσώπως) αληθεύει είναι αληθές, είναι πραγματικό αρχ. 1. μιλώ, λέω την αλήθεια 2. προλέγω σωστά 3.… … Dictionary of Greek